ασυνετώ — ἀσυνετῶ ( έω) (AM) [ασύνετος] είμαι ασύνετος αρχ. αδυνατώ να κατανοήσω κάτι … Dictionary of Greek
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek
παπαγαλίζω — [παπαγάλος] 1. μιλώ σαν παπαγάλος 2. επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια άλλου ή λέγω αυτολεξεί κείμενο που αποστήθισα χωρίς να τό κατανοήσω, ψιττακίζω … Dictionary of Greek
υστερίζω — Α [ὕστερος] 1. (κυριολ. και μτφ.) μένω πίσω, καθυστερώ («ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ», Θουκ.) 2. (με γεν.) καθυστερώ, φθάνω αργά σχετικά με κάτι («τοὺς δ ἀποστόλους πάντας ὑμῑν ὑστερίζειν τῶν καιρῶν», Δημοσθ.) 3. έχω έλλειψη από κάτι, στερούμαι κάτι… … Dictionary of Greek