κατανοήσω

κατανοήσω
κατανοέω
observe well
aor subj act 1st sg
κατανοέω
observe well
fut ind act 1st sg
κατανοέω
observe well
aor subj act 1st sg
κατανοέω
observe well
fut ind act 1st sg
κατανοέω
observe well
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
κατανοέω
observe well
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασυνετώ — ἀσυνετῶ ( έω) (AM) [ασύνετος] είμαι ασύνετος αρχ. αδυνατώ να κατανοήσω κάτι …   Dictionary of Greek

  • μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …   Dictionary of Greek

  • παπαγαλίζω — [παπαγάλος] 1. μιλώ σαν παπαγάλος 2. επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια άλλου ή λέγω αυτολεξεί κείμενο που αποστήθισα χωρίς να τό κατανοήσω, ψιττακίζω …   Dictionary of Greek

  • υστερίζω — Α [ὕστερος] 1. (κυριολ. και μτφ.) μένω πίσω, καθυστερώ («ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ», Θουκ.) 2. (με γεν.) καθυστερώ, φθάνω αργά σχετικά με κάτι («τοὺς δ ἀποστόλους πάντας ὑμῑν ὑστερίζειν τῶν καιρῶν», Δημοσθ.) 3. έχω έλλειψη από κάτι, στερούμαι κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”